ῥύπων — ῥύπον whey neut gen pl ῥύπος dirt masc gen pl ῥυπάω to be filthy imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ῥυπάω to be filthy imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Rhypes — 38.2197527777782.0301166666667 Koordinaten: 38° 13′ N, 2° 2′ O Rhypes (neugr. Ρύπες) war eine antike griechische Stadt am Golf von Korinth. Die Lokalisierung der antiken Stadt Rhypes gilt noch als unsicher. Wahrscheinlich lag… … Deutsch Wikipedia
поветъшалъ — (1*) пр. Обветшавший, старый: ˫ако се на древѣ написану образу поветшалу. паки понавлѧти мощно. (παραφανισϑείσης ἐκ τῶν ἔξωϑεν ῥύπων) ГБ к. XIV, 20г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
TRIBONIUM — Graece Τρίβων et Τριβώνιον, Philosophorum pallium fuit, Lucianus Timone, Ο῾ δὲ Τρίβων οὗτος πορφυρίδος ἀμείνων, Pallium, quâvis purpurâ potius. Cum vero pallium totius gentis Graecorum communis habitus eslet, ii, qui severiorem Philosophiam… … Hofmann J. Lexicon universale
αιθαλομίχλη — Μείγμα καπνού και ομίχλης που παρουσιάζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, πάνω από μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρυπογόνων παραγόντων. Είναι επίσης γνωστή ως νέφος και θεωρείται από τους βασικότερους… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… … Dictionary of Greek
πολυφωσφορικός — ή, ό, Ν χημ. χαρακτηρισμός τών πολυμερών υλικών που προέρχονται από τη συμπύκνωση, μετά από θερμική κατεργασία τους, τών φωσφορικών αλάτων, που έχουν την ικανότητα να προσροφώνται ισχυρά από τα σωματίδια τών ρύπων, τα οποία καθιστούν υδρόφιλα, κι … Dictionary of Greek
ԽԱՐՈՒԵԱԼ — ( ) NBH 1 0932 Chronological Sequence: Early classical, 5c Իբր Չուառացեալ, որ եւ պ. խար, կամ խօր. թշուառ, անարգ. կամ Աղտեղեալ. ῤυπῶν sordidus. (լծ. թ. քիրլի ). տե՛ս եւ ԽԱՌՈՒԵԱԼ, եւ ԽՌՈՒԵԱԼ. *Աղքատն խարուեալ եւ երիթացեալմատչի առ քեզ. Ոսկ. մ. ՟Ե.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)